Wednesday, May 30, 2007

A little bit of melancholia.


Ο Τζορτζ Στάινερ, συγγραφέας, ισχυρίζεται ότι στη βάση κάθε πνευματικής διαδικασίας υπάρχει η θλίψη. Η θλίψη αποτελεί το σκοτεινό θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται η συνείδηση και η γνώση. Βάση αυτού, προσπαθεί να αποδείξει ή να διασαφηνίσει γιατί πρέπει ένας πέπλος μελαγχολίας να πέφτει πάνω στη διαδικασία της σκέψης. Για το σκοπό αυτό λοιπόν, παραθέτει δέκα λόγους:
Πρώτον, «η σκέψη μπορεί να υποθέτει, να φαντάζεται, να συγκεντρώνει τα πάντα, να παίζει με τα πάντα, χωρίς να ξέρει αν υπάρχει, αν μπορούσε να υπάρξει οτιδήποτε άλλο». Ο Στάινερ λέει, δεν υπάρχει τίποτα πιο σοβαρό και ταυτόχρονα αινιγματικό από το παιχνίδι.
Δεύτερον, «η σκέψη είναι ανεξέλεγκτη. Ακόμα και στον ύπνο και ενδεχομένως στην απώλεια συνείδησης το ρεύμα της συνεχίζει να κυλάει».
Τρίτον, «με τη σκέψη δίνουμε το παρών στον εαυτό μας. Οι σωματικές αισθήσεις, ιδιαίτερα ο πόνος, παίζουν οργανικό ρόλο. Το να σκεφτόμαστε όμως τον εαυτό μας αποτελεί κύριο συστατικό της προσωπικής ταυτότητας».
Τέταρτον, «η πράξη της σκέψης, όσο συνεπής, όσο ακέραιη και αν είναι στον αυτοέλεγχό της, δεν μπορεί να δηλώσει ότι έχει φτάσει στην αλήθεια πάρα μόνο εκεί που το αποτέλεσμα είναι μια τυπική ισοδυναμία, όπως στα μαθηματικά ή στη συμβολική λογική».
Πέμπτον, «η σκέψη είναι σχεδόν απίστευτα σπάταλη. Η επιδεικτική κατανάλωση στη χειρότερη μορφή της».
Έκτον, «η σκέψη είναι άμεση μόνο για τον εαυτό της. Δεν βοηθάει να συμβεί τίποτα απευθείας, έξω από τον εαυτό της».
Έβδομον, «δύο είναι οι διαδικασίες τις οποίες αδυνατούν να σταματήσουν οι άνθρωποι όσο είναι ζωντανοί: η αναπνοή και η σκέψη. Στην πραγματικότητα την ανάσα μας μπορούμε να την κρατήσουμε για περισσότερο χρονικό διάστημα απ’ όσο μπορούμε να απέχουμε από τη σκέψη. Αυτή η ανικανότητα να σταματήσουμε τη σκέψη, να κάνουμε ένα διάλειμμα από τη σκέψη, είναι ένας τρομερός καταναγκασμός».
Όγδοον, «δεν έχουμε κανέναν σίγουρο τρόπο για να συλλάβουμε τη σκέψη του άλλου».
Ένατον, «ο άνθρωπος αυτοπροσδιορίζεται αλαζονικά σαν homo sapiens. Αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε, κάθε ζωντανό ανθρώπινο όν, άντρας, γυναίκα και παιδί, είναι στοχαστής. Αυτό ισχύει τόσο για τον κρετίνο όσο και για τον Νεύτωνα, τόσο για τον πνευματικά καθυστερημένο όσο και για τον Πλάτωνα».
Δέκατον, «η γαλλική και η γερμανική γραμματική (αλλά και η ελληνική) είναι εξυπηρετικές. Μας επιτρέπουν να αποβάλουμε την πρόθεση ανάμεσα στο ρήμα “σκέφτομαι” και στο αντικείμενό του. Δεν είμαστε αναγκασμένοι να σκεφτόμαστε “για” το ένα ή το άλλο. Μπορούμε να το σκεφτούμε αμέσως, χωρίς παρεμβολή».

Τα παραπάνω περιέχονται στο βιβλίο του Τζορτζ Στάινερ “Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης”.

Thursday, May 24, 2007

Το κίνημα του τζάμπα.


Με μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση διαπίστωσα ότι η Αριστερά ξεκίνησε ένα μεγάλο κίνημα ώστε να αποκτήσουμε «ανοιχτές ακτές δωρεάν για το λαό». ΚΚΕ, συνασπισμός αλλά και ο δήμαρχος του Ελληνικού, ο οποίος προχώρησε σε απεργία πείνας, αγωνίζονται για να ικανοποιηθεί αυτό το λαϊκό αίτημα.
Το ΚΚΕ μάλιστα, πάντα πρωτοπόρο, πήγε ένα βήμα μακρύτερα, με το οποίο κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει.
Ζήτησε «οι ακτές, τα δάση, τα βουνά και οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις να γίνουν λαϊκή περιουσία».
Η ιδέα είναι εξαιρετική, και αν πρόκειται να αρχίσει σύντομα η διανομή, θέτω υποψηφιότητα για ένα τμήμα του Σέϊχ Σου (αυτό που δεν κάηκε) και για το Ολυμπιακό Στάδιο, όπου προτίθεμαι να παίζω μπάλα με όσους φίλους μου ανήκουν επίσης στο λαό που θα αναλάβει την ιδιοκτησία. Το πρόβλημα της μετακίνησης από το Σέϊχ Σου στο Ολυμπιακό Στάδιο θα λυθεί παρακάτω.
Το αίτημα είναι ασφαλώς δίκαιο και θεμιτό. Για πιο λόγο να προσφέρονται όλα αυτά σε επιχειρηματίες ώστε να έχει έσοδα το Δημόσιο, από τη στιγμή που το Δημόσιο μπορεί να έχει ακόμα μεγαλύτερα έσοδα εκδίδοντας δομημένα ή αδόμητα ομόλογα τα οποία θα διοχετεύει στα ταμεία??? Είναι κοινωνικά άδικo, αλλά και οικονομικά ασύμφορο.
Εν πάση περιπτώσει, θεωρώ ότι η πρόταση της Αριστεράς είναι ατελής. Τι να τις κάνει ο λαός τις δωρεάν παραλίες, αν δεν έχει και ένα δωρεάν ξενοδοχείο της προκοπής να ξεκουραστεί όταν τελειώσει το μπάνιο του? Και πώς θα πάει στις δωρεάν ακτές και στα δωρεάν ξενοδοχεία που βρίσκονται μακριά από το σπίτι του, αν δεν υπάρχουν δωρεάν μέσα μεταφοράς για να τον μεταφέρουν? Και τι να τα κάνουν όλα αυτά οι κολυμβητές του λαού, αν δεν υπάρχει και ένα δωρεάν εστιατόριο ή ταβερνάκι ή ουζερί να πιούν την μπιρίτσα τους?
Αυτό το «κίνημα του τζάμπα» πρέπει να επεκταθεί και στα ξενοδοχεία και στα πλοία και στα ταβερνάκια και σε ότι άλλο έχει ανάγκη ο λαός για να αξιοποιήσει τις δωρεάν παραλίες. Και επειδή κανένας δεν θα μπορεί να τα χαρεί όλα αυτά έστω και δωρεάν αν δεν έχει άπλετο ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή του, θα πρέπει να μειωθούν δραστικά οι ώρες εργασίας, χωρίς όμως παράλληλη μείωση των αποδοχών. (Είπαμε να βοηθήσουμε, αλλά όχι να βάλουμε και από την τσέπη μας)
Τι θέλουμε δηλαδή? Μια χώρα όπου όλα θα είναι δωρεάν και κανένας δεν θα δουλεύει.
Το ζήτημα είναι πού να τη βρεις αυτή τη χώρα.

Monday, May 21, 2007

Η αβάσταχτη ελαφρότητα της σαχλαμάρας. Part2

Αυτό που η σαχλαμάρα βασικά διαστρεβλώνει δεν είναι ούτε η κατάσταση των πραγμάτων στα οποία αναφέρεται ούτε οι πεποιθήσεις του ομιλητή σε σχέση με τη εν λόγω κατάσταση. Αυτές τις διαστρεβλώνουν τα ψέματα, συνέπεια τη αναλήθειάς τους. Δεδομένου ότι η σαχλαμάρα δε χρειάζεται να είναι αναληθής, διαφέρει από τα ψέματα σε ότι αφορά την πρόθεση διαστρέβλωσης. Ο άνθρωπος που ανατρέχει στη σαχλαμάρα μπορεί να μη μας εξαπατά, να μην έχει καν την πρόθεση να το κάνει, ούτε σε ότι αφορά τα γεγονότα ούτε σε ότι αφορά αυτά που εκλαμβάνει ως γεγονότα. Αυτό για το οποίο επιχειρεί αναγκαστικά να μας εξαπατήσει είναι το εγχείρημά του. Το μοναδικό χαρακτηριστικό που απαραιτήτως τον διακρίνει είναι το ότι, κατά κάποιον τρόπο, διαστρεβλώνει αυτό που σκαρώνει.
Αυτή είναι η ουσία της διαφοράς του από τον ψεύτη. Τόσο εκείνος όσο και ο ψεύτης παρουσιάζουν ψευδώς τους εαυτούς τους σαν κήρυκες της αλήθειας. Η επιτυχία του καθενός εξαρτάται από το αν θα μπορέσει να μας κάνει να τον πιστέψουμε. Αλλά το γεγονός που ο ψεύτης κρύβει επιμελώς είναι ότι επιχειρεί να μας απομακρύνει από τη σωστή κατανόηση της πραγματικότητας, δεν πρέπει να ξέρουμε ότι θέλει να πιστέψουμε κάτι που ο ίδιος θεωρεί ψέμα. Από την άλλη μεριά το γεγονός που ο μπουρδολόγος κρύβει επιμελώς είναι ότι η αξία της αλήθειας των δηλώσεών του δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον ίδιο. Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι πρόθεσή του δεν είναι ούτε να πει την αλήθεια ούτε να την κρύψει. Δεν νοιάζεται για το πώς έχουν στ’ αλήθεια τα πράγματα για τα οποία μιλάει. Είναι αδύνατο να πει κάποιος ψέματα αν δεν νομίζει ότι ξέρει την αλήθεια. Αλλά για να πει κάποιος σαχλαμάρες δεν απαιτείται αυτού του είδους η πεποίθηση.
Δύο είναι οι βασικοί τύποι ψεμάτων. Στην πρώτη κατηγορία συναντάμε ψέματα τα οποία λέγονται επειδή θεωρούνται απαραίτητα για την επίτευξη κάποιου σκοπού. Αυτό που πραγματικά το άτομο επιθυμεί δεν είναι να πει το ψέμα, αλλά να επιτύχει το σκοπό του. Στην δεύτερη κατηγορία υπάρχουν ψέματα τα οποία λέγονται με στόχο την άντληση ικανοποίησης και την εξαπάτηση, δηλαδή το αληθινό ψέμα. Τα ψέματα αυτά λέγονται μόνο και μόνο για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων. Λέγονται για να λέγονται, δηλαδή απλώς και μόνο από αγάπη για την εξαπάτηση:

Υπάρχει διαφορά μεταξύ ενός ατόμου που λέει
ψέματα και ενός ψεύτη.
Ο πρώτος είναι κάποιος που
λέει ένα ψέμα απρόθυμα, ενώ ο ψεύτης αρέσκεται
να ψεύδεται και χαίρεται να το κάνει… Ο τελευταίος
ικανοποιείται από το ψέμα του, ευφραίνεται από
την ίδια την αναλήθεια.

Κάποιος που λέει ψέματα και κάποιος που λέει αλήθεια παίζουν το ίδιο παιχνίδι από αντίθετες πλευρές. Καθένας τους αντιδρά στα γεγονότα όπως τα αντιλαμβάνεται, μολονότι η αντίδραση του ενός εξουσιάζεται από την αλήθεια, ενώ η αντίδραση του άλλου αψηφά αυτήν την εξουσία. Ο μπουρδολόγος όμως δεν απορρίπτει την εξουσία της αλήθειας, όπως κάνει ο ψεύτης. Απλώς δεν της δίνει καμία προσοχή. Εξαιτίας αυτού ακριβώς του γεγονότος, η σαχλαμάρα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της αλήθειας απ’ ότι το ψέμα.
Γιατί υπάρχει τόση σαχλαμάρα? Φυσικά δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι στις μέρες μας υπάρχει περισσότερη απ’ όση υπήρχε σε άλλες εποχές. Η επικοινωνία, σε όλες της τις μορφές, δεν ήταν ποτέ άλλοτε τόσο εκτεταμένη, αλλά η αναλογία της σαχλαμάρας μπορεί να μην έχει αυξηθεί. Δεν υπερασπίζομαι ότι η συχνότητα της σαχλαμάρας είναι μεγαλύτερη τώρα, αλλά ορισμένες σκέψεις με οδηγούν σ’ αυτό. Η σαχλαμάρα είναι αναπόφευκτη όποτε οι περιστάσεις απαιτούν να μιλάει κάποιος χωρίς να ξέρει για ποιο πράγμα μιλάει. Έτσι, η μπουρδολογία ενθαρρύνεται όποτε οι υποχρεώσεις και οι ευκαιρίες που έχει ένα άτομο να μιλήσει για κάποιο θέμα υπερβαίνουν τις γνώσεις που έχει για το συγκεκριμένο θέμα. Η αντιστοιχία αυτή είναι συνηθισμένη στο δημόσιο βίο, όπου οι άνθρωποι συχνά ωθούνται - είτε αφ’ εαυτού τους είτε επειδή τους το ζητούν άλλοι – να μιλήσουν εκτενώς για θέματα που σε κάποιο βαθμό αγνοούν. Στενά συνδεδεμένα μα τα παραπάνω είναι κα τα όσα συμβαίνουν εξαιτίας της ευρέως διαδεδομένης αντίληψης ότι στην δημοκρατία είναι ευθύνη κάθε πολίτη να έχει άποψη για τα πάντα – ή τουλάχιστον, για οτιδήποτε έχει να κάνει νε υποθέσεις που αφορούν τη χώρα του.
Περιττό να πούμε ότι η έλλειψη ουσιαστικής σχέσης ανάμεσα στη γνώμη ενός ατόμου και στη αντίληψη που αυτό έχει για την πραγματικότητα είναι ακόμα πιο σοβαρή για κάποιον που πιστεύει ότι είναι δική του ευθύνη, ως ευσυνείδητου θεματοφύλακα των ηθικών αξιών, να αξιολογήσει τα γεγονότα και τις συνθήκες που επικρατούν σε όλα τα μέρη του κόσμου.
Η σύγχρονη εξάπλωση της σαχλαμάρας έχει και βαθύτερες ρίζες, σε διάφορες μορφές σκεπτικισμού, που αρνούνται ότι μπορούμε να έχουμε αξιόπιστη πρόσβαση στην αντικειμενική αλήθεια και που απορρίπτουν την πιθανότητα να γνωρίζουμε πώς πραγματικά έχουν τα πράγματα. Αυτές οι μορφές σκεπτικισμού υπονομεύουν όχι μόνο κάθε προσπάθεια για τον προσδιορισμό του τι είναι αληθές και τι ψευδές, αλλά και κάθε προσπάθεια αντικειμενικής έρευνας. Αντί το άτομο να προσπαθεί να φτάσει στην ακριβή απεικόνιση ενός κοινού κόσμου, στρέφεται στην προσπάθεια μιας έντιμης απεικόνισης του εαυτού του. Πεπεισμένο ότι η πραγματικότητα δεν έχει εγγενή χαρακτήρα, τον οποίο θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα αναγνωρίσει ως την αλήθεια των πραγμάτων, αφοσιώνεται στην αλήθεια της δικής του φύσης. Είναι σαν να αποφασίζει πως, αφού δεν έχει νόημα να προσπαθεί να είναι ειλικρινές απέναντι στα γεγονότα, πρέπει να προσπαθεί να είναι τουλάχιστον ειλικρινές απέναντι στον εαυτό του.
Ως συνειδητά όντα, υπάρχουμε μόνο σε απάντηση άλλων πραγμάτων και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε καθόλου τον εαυτό μας χωρίς να γνωρίζουμε εκείνα. Επιπλέον, δεν υπάρχει τίποτα στη θεωρία, και σίγουρα στην εμπειρία, που να στηρίζει την άποψη ότι το ευκολότερο πράγμα είναι η γνώση της αλήθειας για τον εαυτό μας. Η ανθρώπινη φύση είναι απατηλή και άπιαστη, λιγότερο σταθερή και συμφυής (έμφυτη) από τη φύση άλλων πραγμάτων. Και στο βαθμό που αυτό ισχύει, η ειλικρίνεια αυτή καθαυτή είναι σαχλαμάρα.

Friday, May 18, 2007

Η αβάσταχτη ελαφρότητα της σαχλαμάρας. Part1

Το κείμενο που θα ακολουθήσει προοριζόταν για δημοσίευση στο δεύτερο τεύχος της εφημερίδας Τρέχα Γύρευε. Επειδή όμως κάτι τέτοιο δεν είμαι σίγουρος αν θα γίνει, το παραθέτω επι τόπου, και συγκεκριμένα το πρώτο μέρος.

Ποια ακριβώς είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ μιας μπλόφας και ενός ψέματος?

Το ψέμα και η μπλόφα είναι και τα δύο τρόποι διαστρέβλωσης ή εξαπάτησης. Το βασικότερο χαρακτηριστικό ενός ψέματος είναι η ανακρίβεια: ψεύτης είναι ουσιαστικά κάποιος που διασπείρει εσκεμμένα ανακριβείς πληροφορίες. Η μπλόφα έχει επίσης σκοπό να μεταβιβάσει κάτι ανακριβές. Αλλά, σε αντίθεση με το ξεκάθαρο ψέμα, πρόκειται μάλλον για εξαπάτηση παρά για ανακρίβεια. Σε αυτό οφείλεται η συγγένεια με τη σαχλαμάρα. Γιατί η ουσία της σαχλαμάρας δεν βρίσκεται στο ότι είναι αναληθής, αλλά στο ότι είναι πλαστή. Προκειμένου να αντιληφθεί κανείς αυτή τη διαφορά, πρέπει να αναγνωρίσει ότι κάτι που είναι ψεύτικο ή πλαστό δεν χρειάζεται να είναι, από καμία άποψη (πέραν της αυθεντικότητας), κατώτερο από κάτι το πραγματικό. Ότι δεν είναι γνήσιο δεν είναι απαραίτητα και ελαττωματικό. Το πρόβλημα με την πλαστότητα δεν είναι η εμφάνιση του πράγματος, αλλά ο τρόπος με τον οποίο φτιάχτηκε. Αυτό παραπέμπει σε ένα παρόμοιο και θεμελιώδες χαρακτηριστικό της σαχλαμάρας: αν και λέγεται χωρίς ενδιαφέρον για την αλήθεια, δεν χρειάζεται να είναι ψέμα. Όποιος λέει σαχλαμάρες παραποιεί τα πράγματα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι τα παίρνει και στραβά.
Στο μυθιστόρημα Βρόμικη Ιστορία του Έρικ Άμπλερ, ο ήρωας του, ονόματι Άρθουρ Άμπντελ Σίμσον, θυμάται τι συμβουλές που του έδινε ο πατέρας του όταν ήταν παιδί:

Παρότι ήμουν μόλις εφτά ετών όταν σκοτώθηκε
ο πατέρας μου, τον θυμάμαι ακόμη πολύ καλά
και θυμάμαι επίσης κάποιες κουβέντες του…
Ένα από τα πρώτα πράγματα που με δίδαξε
ήταν: «Ποτέ μη λες ψέματα όταν μπορείς
να την σκαπουλάρεις με μπούρδες».


Από αυτό συνεπάγεται όχι μόνο ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ ψέματος και σαχλαμάρας, αλλά και ότι η δεύτερη είναι προτιμότερη από το πρώτο. Σίγουρα ο Σίμσον ο πρεσβύτερος δεν πίστευε ότι οι μπούρδες ήταν ηθικά ανώτερες από το ψέμα. Ούτε είναι πιθανό να θεωρούσε ότι για την επίτευξη οποιουδήποτε στόχου το ψέμα ήταν λιγότερο αποτελεσματικό από τις μπούρδες. Στο κάτω κάτω, ένα έξυπνα στημένο ψέμα μπορεί να κάνει τη δουλειά του με απόλυτη επιτυχία. Πολύ πιο πιθανό είναι να νόμιζε ο πατέρας Σίμσον ότι πιο εύκολα θα μπορούσε να τη σκαπουλάρει με μπούρδες παρά με ψέματα. Ίσως, πάλι, να εννοούσε ότι, μολονότι το ρίσκο να πιαστεί κανείς στα πράσα είναι και στις δύο περιπτώσεις το ίδιο, οι συνέπειες είναι γενικά ελαφρύτερες γι’ αυτόν που λέει μπούρδες παρά για τον ψεύτη. Πράγματι, εμείς οι άνθρωποι τείνουμε να είμαστε πιο επιεικείς με τις μπούρδες παρά με τα ψέματα, ίσως γιατί δεν εκλαμβάνουμε τις πρώτες ως προσωπική προσβολή.
Η σύγκριση δεν είναι μεταξύ του να πω ένα ψέμα και του να πω περιστασιακά μια σαχλαμάρα. Ο Σίμσον ο πρεσβύτερος ορίζει την εναλλακτική λύση στο ψέμα με τις λέξεις «όταν μπορείς να τη σκαπουλάρεις με μπούρδες». Αυτό δεν σημαίνει ότι λέω περιστασιακά μια σαχλαμάρα. Σημαίνει ότι έχω βάλει πρόγραμμα να λέω τόσες σαχλαμάρες όσες απαιτούν οι περιστάσεις. Το ψέμα είναι μια πράξη πολύ εστιασμένη. Είναι σχεδιασμένη για να εισάγει μια πλάνη σε ένα συγκεκριμένο σημείο ενός συνόλου ή συστήματος πεποιθήσεων, προκειμένου να αποφευχθούν οι συνέπειες που θα προέκυπταν αν καταλάμβανε το σημείο εκείνο η αλήθεια. Κάτι τέτοιο απαιτεί μια κάποια δεξιοτεχνία. Ο ψεύτης υποτάσσει τον εαυτό του σε αντικειμενικούς περιορισμούς, που του επιβάλλονται από αυτό που θεωρεί αλήθεια. Ο ψεύτης ενδιαφέρεται για την αξία της αλήθειας. Προκειμένου να επινοήσει ένα ψέμα, πρέπει να νομίζει ότι ξέρει την αλήθεια. Και για να επινοήσει ένα αποτελεσματικό ψέμα, πρέπει να το σχεδιάσει υπό την καθοδήγηση αυτής της αλήθειας.
Από την άλλη πλευρά, ένα άτομο που αποφασίζει να τη σκαπουλάρει με μπούρδες έχει πολύ μεγαλύτερη ελευθερία. Βλέπει πανοραμικά. Δεν εστιάζει την προσοχή του σε ένα συγκεκριμένο σημείο, και έτσι δεν περιορίζεται από τις αλήθειες που περιβάλλουν εκείνο το σημείο ή διασταυρώνονται με αυτό. Φυσικά, το ότι δεν υπόκειται στους περιορισμούς στους οποίους υπόκειται ένας ψεύτης δε σημαίνει υποχρεωτικά ότι η δική του δουλειά είναι ευκολότερη από του ψεύτη. Αλλά το είδος δημιουργικότητας στο οποίο βασίζεται η δουλειά του είναι λιγότερο αναλυτικό και μελετημένο απ’ ότι το είδος δημιουργικότητας του ψεύτη. Έχει περισσότερες ευκαιρίες για αυτοσχεδιασμό και παιχνίδια της φαντασίας. Είναι περισσότερο θέμα καλλιτεχνίας παρά δεξιοτεχνίας. Αυτό το είδος δημιουργικότητας έλκυε περισσότερο τον πατέρα Σίμσον.

continued.....

Sunday, May 13, 2007

Saturday, May 12, 2007

Ανοίξαμε και σας περιμένουμε!!!


Κάθε επιχείρηση που σέβεται τον εαυτό της, είτε πρόκειται για συνοικιακό μπακάλικο είτε για κεντρικό πολυκατάστημα, οφείλει να κλείνει για να ένα διάστημα προκειμένου να ανακαινιστεί, ειδικά μάλιστα όταν αρχίζει νέα σεζόν, να αλλάξει ντιζάιν, νέα προϊόντα, διαφορετικό λουκ ούτως ώστε να προσελκύσει νέους πελάτες. Κατόπιν το ανακαινισμένο μαγαζί ανοίγει!!! Προσφέρονται ποτά και καναπεδάκια, λιγούρηδες μασαμπουκώνουν μπροστά από το μπουφέ, ανθοδέσμες πάνε και έρχονται, τα φλάς αστράφτουν, το απόγευμα περνάει ανέμελα και το πρωί πίσω στις μπίζνες.
Το πανεπιστήμιο δεν είναι ούτε μικρομάγαζο ούτε πολυκατάστημα. Είναι ένα ίδρυμα μέσα στο οποίο όλα, κυριολεκτικά όλα, διακινούνται ελεύθερα και δημοκρατικά. Παρέχει επιστήμη, γνώσεις, πνευματική καλλιέργεια αλλά και κάθε άλλο αγαθό. Είναι το δημοκρατικότερο και τελειότερο πανεπιστήμιο στον κόσμο και όλοι είμαστε περήφανοι που ανήκουμε σε αυτό. Αγγίζει την τελειότητα!!! Είναι, με λίγα λόγια, το Απόλυτο πανεπιστήμιο, που όσο και αν πασχίζουν τα πανεπιστήμια του εξωτερικού, δημόσια και ιδιωτικά, ποτέ δεν θα μπορέσουν να το πλησιάσουν. Πού άραγε οφείλεται αυτή η τελειότητα? Ποιο το μυστικό της επιτυχίας μας? Μα φυσικά η διαρκής ανακαίνιση!!! Το κλείσιμο και η ανακαίνιση του πανεπιστημίου μας. Ιδού η μέθοδος που ακολουθούμε: κλείνουμε το πανεπιστήμιο, το ανακαινίζουμε, το ανοίγουμε και ύστερα από λίγο ξανά από την αρχή. Έτσι έχουμε επιτύχει την αιώνια νεότητα και φρεσκάδα. Τίποτα δεν παλιώνει και μόλις φανεί η παραμικρή σκουριά, μόλις τα ράφια των βιβλιοθηκών σκονιστούν ψεκάζουμε, καθαρίζουμε και ξεσκονίζουμε.
Ύστερα από τρείς μήνες συνεχούς ανακαίνισης ήρθαν τα εγκαίνια. Τα κτίρια πεντακάθαρα, οι διάδρομοι γυαλίζουν, οι τοίχοι φωτεινοί, πουθενά μπογιές και συνθήματα. Τα αμφιθέατρα σαν καινούρια περιμένουν τους φοιτητές. Σε ορισμένες σχολές κάποιοι έσπασαν γραφεία και πήραν υπολογιστές και άλλα. Προφανώς όμως οι υπολογιστές είχαν παλιώσει και έπρεπε να ανανεωθούν.
Ανακαίνιση βέβαια έκαναν και οι καθηγητές, οι διδάσκοντες, εν γένει το προσωπικό των πανεπιστημίων. Έφεραν πρωτοπόρες ιδέες, πορεύθηκαν σε επικίνδυνες πορείες, βγήκαν στα παράθυρα και ξενύχτησαν για ένα δημόσιο πανεπιστήμιο. Ο καθένας με τα όπλα του. Και επειδή είμαστε και θρησκευόμενοι, αποφασίσαμε τα μαθήματα να μην αρχίσουν πριν από την Μεγάλη Εβδομάδα.

Thursday, May 10, 2007

Summertime















Τι μπορώ να πω?
Τίποτα!!!
Περιμένω τα σχόλιά σας, αν και νομίζω ότι περιττεύουν.

Wednesday, May 9, 2007

Η επόμενη μέρα των καταλήψεων


Ένα ανήσυχο κομμάτι των φοιτητών βρέθηκε στους δρόμους και στις καταλήψεις. Η «γενιά των 700 ευρώ», όπως την αποκαλούν, φοβάται ότι η ζωή της θα είναι χειρότερη από εκείνη των γονιών της. Βλέπουν γύρω τους ασχήμια, αδικία και ανασφάλεια. Είναι οργισμένοι. Αλλά κάνουν λάθος, κατά την άποψή μου, στη μέθοδο του αγώνα που επέλεξα(ν). (κατόπιν διορθώσεως του JRIXM8)
Τις συλλογικές πράξεις δεν κρίνουν οι προθέσεις αλλά τα αποτελέσματα. Η επόμενη μέρα των καταλήψεων βρίσκει τα πτυχία μας πιο υποβαθμισμένα, τη δημόσια εκπαίδευση πιο απαξιωμένη, τους φοιτητές του εξωτερικού ακόμα πιο έτοιμους να πάρουν τις καλές δουλειές και το χοντρό πακέτο. Και δεν φταίει γι’ αυτό ο νόμος-πλαίσιο.
Το κίνημα των καταλήψεων, θα πούνε πολλοί, είχε μια δυναμική αντίσταση ενάντια στις ανισότητες που παράγει ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός (προσεχώς κατσαρίδες). Το κίνημα της τελευταίας χρονιάς αφήνει πίσω του κατεστραμμένες δημόσιες υποδομές και χιλιάδες ώρες χαμένης δουλειάς στο πανεπιστήμιο. Αλλά και ένα αίτημα «τάξης και ασφάλειας».
Αν κάτι μπορεί να αναβαθμίσει τα δημόσια πανεπιστήμια, να βελτιώσει τις προοπτικές των αποφοίτων, δεν θα προέλθει από την διαμαρτυρία κατά πάντων, ούτε από τη λογική της σύγκρουσης που αρνείται χωρίς να προτείνει. Υπάρχει σαφής ανάγκη μεταρρύθμισης και διαρκούς αναβάθμισης των πανεπιστημίων.
Έχει γίνει σημαία αγωνιστικότητας και ιδεολογίας το «δεν συζητάω-δεν διαπραγματεύομαι». Μια ολόκληρη γενιά φοιτητών κοινωνικοποιείται στη λογική της σύγκρουσης. Μαθαίνει ότι οι κανόνες υπάρχουν για να καταλύονται, ότι οι πράξεις μας δεν έχουν συνέπειες αν οι συνέπειες δεν μας βολεύουν.
Η ανεκτικότητα και η ελευθερία, πεμπτουσία του δημοκρατικού πανεπιστημίου, στηρίζονται σε μια λεπτή ισορροπία μεταξύ των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας (φοιτητές, καθηγητές, κτλ). Όταν οι επιτροπές κατάληψης εισβάλλουν στις συγκλήτους εκβιάζοντας τη λήψη αποφάσεων της αρεσκείας τους, τότε η ισορροπία αυτή έχει παραβιαστεί.
Πόσο έτοιμοι είναι οι φοιτητές να ανεχθούν και να σεβαστούν την αντίθετη άποψη, χωρίς ο εκφραστής της να κινδυνεύει με προπηλακισμό? Αυτές είναι οι εξετάσεις που δίνει το πανεπιστήμιο για ελευθερία. Αλλά αποτυγχάνει.